- πλατανιστούς
- -οῡντος,και δωρ. και λακων. τ. πλατανιστάς, ὁ, Αδάσος από πλατάνια, πλατανώνας («καὶ χωρίον Πλατανιστάς ἐστιν ἀπὸ τῶν δένδρων», Παυσ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < πλατάνιστος «πλάτανος» + κατάλ. -οῦς, -οῦντος (βλ. -οεις)].
Dictionary of Greek. 2013.